Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γενική υποχρεωτική

  • 1 всеобщий

    всео́бщ||ий
    прил γενικός, παγκόσμιος, καθολικός, πάγκοινος:
    \всеобщийее избирательное право ἡ καθολική ψηφοφορία· \всеобщийее обязательное обучение ἡ γενική ὑποχρεωτική ἐκπαίδευση· \всеобщийая перепись населения ἡ γενική ἀπογραφή· \всеобщийая воинская обязанность ἡ γενική στρατιωτική θητεία· \всеобщийее разоружение ὁ γενικός (или ὁ καθολικός) ἀφοπλισμός· \всеобщийая история ἡ παγκόσμια ίστορία· получить \всеобщийее признание ἀποκτῶ τή γενική ἀναγνώριση, ἀναγνωρίζομαι ἀπό ὀλους.

    Русско-новогреческий словарь > всеобщий

  • 2 обязательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно,•
    1. υποχρεωτικός απαραίτητος•

    -ое посещение занятий υποχρεωτική παρακολούθηση των μαθημάτων•

    постановление обязательный -ое для всех η απόφαση είναι υποχρεωτική για όλους•

    всеобщее -ое обучение γενική υποχρεωτική εκπαίδευση.

    2. εξυπηρετικός• επικουρικός•

    очень обязательный человек πολύ εξυπηρετικός άνθρωπος.

    || παλ. ευγνώμονας.
    εκφρ.
    обязательный экземпляр – υποχρεωτικό αντίτυπο έκδοσης έργου (για βιβλιοθήκες, ιδρύματα).

    Большой русско-греческий словарь > обязательный

  • 3 обязательный

    обязательн||ый
    прил
    1. ὑποχρεωτικός:
    всеобщее \обязательныйое обучение ἡ γενική ὑποχρεωτική ἐκπαίδευση [-ις]· в \обязательныйом порядке ὑποχρεωτικά [-ῶς]·
    2. (о человеке) ὑποχρεωτικός, ἐξυπηρετικός:
    очень \обязательныйый человек πολύ ἐξυπηρετικός ἄνθρωπος.

    Русско-новогреческий словарь > обязательный

  • 4 εκπαίδευση

    [-ις (-εως)] η
    1) воспитание; 2) обучение, образование; подготовка;

    κατωτέρα (στοιχειώδης) εκπαίδευση — начальное образование;

    ανωτέρα (μέση) εκπαίδευση — высшее (среднее) образование;

    η δωρεάν εκπαίδευση — бесплатное образование;

    επταετής (δεκαετής) εκπαίδευση — семилетнее (десятилетнее) обучение;

    μικτή εκπαίδ — совместное обучение;

    γενική υποχρεωτική εκπαίδευση — всеобщее обязательное обучение;

    επαγγελματική τεχνική εκπαίδευση — профессионально-техническое обучение;

    δημοσία ( — или λαϊκή) εκπαίδ — народное образование;

    εκπαίδευση με αλληλογραφία — заочное обучение;

    3) воен, боевая подготовка;

    στρατιωτική εκπαίδευση — военная подготовка;

    Κέντρο εκπαίδεύσεως νεοσύλλεκτων — центр военной подготовки новобранцев

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκπαίδευση

  • 5 υποχρεωτικός

    η, ό[ν]
    1) обязательный;

    η γενική υποχρεωτική εκπαίδευση — всеобщее обязательное обучение, образование;

    2) вынужденный;
    3) обязательный; услужливый, любезный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υποχρεωτικός

  • 6 всеобуч

    α.
    γενική υποχρεωτική φοίτηση.

    Большой русско-греческий словарь > всеобуч

  • 7 обязанностъ

    обязанн||остъ
    ж ἡ ὑποχρέωση [-ις], τό χρέος, τό καθήκον:
    считать своей \обязанностъостыо θεωρῶ καθήκον μου, θεωρώ ὑποχρέωση μου· исполнять свои́ \обязанностъости ἐκπληρώνω τίς ὑποχρεώσεις μου, ἐκτελώ τό καθήκον μου· по \обязанностъости ἀπό ὑποχρέωση· вменять что-л. в \обязанностъ ὑποχρεώνω κάποιον, ἐπιβάλλω ὡς καθήκον всеобщая воинская \обязанностъ ἡ γενική στρατιωτική ὑποχρεωτική θητεία· исполняющий \обязанностъости ὁ ἐκτελῶν χρέη, ὁ ἀντικαταστάτης.

    Русско-новогреческий словарь > обязанностъ

См. также в других словарях:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»